- βλασφήμου
- βλάσφημοςspeaking ill-omened wordsmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ροΐδης, Εμμανουήλ — (Σύρος 1836 – Αθήνα 1904). Έλληνας συγγραφέας, ένα από τα λαμπρότερα αναγεννητικά και κριτικά πνεύματα των ελληνικών γραμμάτων. Σε παιδική ηλικία έζησε για ένα διάστημα στη Γένουα, όπου ο πατέρας του διηύθυνε μεγάλη εμπορική επιχείρηση. Μετά τις… … Dictionary of Greek
ЕВФИМИЙ ЗИГАБЕН — [правильнее Зигавин, вариант Зигадин; греч. Ζιϒαβηνός или Ζυϒαδηνός, в рукописях встречаются Ζηϒαβηνός, Ζιϒαβινός, Ζυϒαβηνός, Ζηϒαμβρηνός и др.] (ок. 1050 ок. 1122), визант. мон., богослов, экзегет и полемист. Е. З. (в миру Иоанн) жил в К поле в… … Православная энциклопедия